25.12.06

ΕΝΑ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΓΙΑ ΩΡΑ ΑΝΑΓΚΗΣ




στη Γόνη, στην ΄Ελενα

Μεσημέρι Παρασκευής είναι, τέλη Μαΐου με ζέστη καλοκαιριού και υγρασία 92 τοις εκατό, κάθομαι ακόμη στο γραφείο και βυθίζω το βλέμμα στην Προξένου Κορομηλά. Καθώς λειτουργεί μόνο η μία τουρμπίνα του κλιματιστικού της οικοδομής, έχω γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα, το πουκάμισο κολλάει πάνω στο σώμα μου και στο δωμάτιο η ατμόσφαιρα είναι βαριά, σαν να λιγόστεψε απότομα το οξυγόνο. ΄Ετσι να είναι όταν λιγοστεύει το οξυγόνο; Βαριά είναι και τα πόδια μου, κι ένας ελαφρύς πανικός, ένας ήπιος φόβος για κάποιον, λέει, κίνδυνο απροσδιόριστο, μπορεί και μακρινό, γοργά με πλακώνει, τα γόνατά μου ανοιγοκλείνουν νευρικά σαν φυσούνα ακορντεόν...Να τηλεφωνήσω στη Μαρίκα, λέω ξαφνικά μέσα μου αλλά αδύνατον να θυμηθώ το τηλέφωνό της, εγώ ο αριθμομνήμων.
Ούτε έχει νόημα να το αναζητήσω στην ατζέντα μου, γιατί τα νούμερα τόσο κοντινών μας προσώπων μόνο στην ατζέντα της ψυχής μας τα γράφουμε... Θυμάμαι μoνάχα τα δύο πρώτα από τα έξι ψηφία, εξήντα ένα, κι ύστερα κολλάω. Να πάρω τη φίλη της Μαρίκας - θυμώνει σαν τη φωνάζω έτσι -, την κυρία Νίκη Αραμπατζή, αυτηνής το τηλέφωνο επέμενε να το γράψω, "για ώρα ανάγκης". Αν δεν είναι τώρα ανάγκη, πότε είναι;
Σχηματίζω τον αριθμό της κυρίας Νίκης νοερά και το τηλέφωνο κουδουνίζει σ' ένα σπίτι αδειανό.
Παραιτούμαι... Κι αν την έβρισκα, θα μου 'λεγε πάλι για τον λογαριασμό της ΄Υδρευσης που έριξε κάτω από την πόρτα του διαμερίσματος της Μαρίκας, ή θα με παρακαλούσε, "κάνε κάτι για τις μεγάλες, τις πελώριες, όχι ξανθές -από αυτές έχουμε κι εμείς από καμιά- αλλά μαύρες κατσαρίδες, μεγάλες, Γιωργάκη, που βγαίνουν στο μπαλκόνι του Τζώρτζη και η γυναίκα του τις μαζεύει με τη χούφτα...".
Βυθίζω το πρόσωπο στις ανοιχτές μου παλάμες μέσα, τα δάχτυλα ανεβαίνουν και οργώνουν τα μαλλιά μου, που αποφάσισα να τα αφήσω να μακρύνουν. Μια γουλιά καφέ. Η Μάγδα, οχυρωμένη πίσω από τον υπολογιστή της, μου ρίχνει κλεφτές ματιές - κατάλαβε πως κάτι συμβαίνει. "Πάω στο κυλικείο. Θέλεις ένα ποτήρι κρύο νερό;". Θέλω.
Μέχρι να έρθει, αρχίζω να μαζεύω τα πράγματά μου από το γραφείο. ΄Oπως παίρνω το μεγάλο μου σημειωματάριο για να το βάλω στον χαρτοφύλακα, προβάλλει από κάτω του, και κάτω από το τζάμι που προστατεύει την επιφάνεια του γραφείου, το πρόσωπο της Μαρίκας. Μαυρόασπρο είναι, τραβηγμένο από κοντά. Κάθεται στη μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού μας, τα πανέξυπνα μάτια της δεν με κοιτάζουν απευθείας* ούτε χαμογελαστή ούτε σκυθρωπή, παρούσα απλώς, πίσω της λίγα γαρύφαλλα σε ένα βάζο, στον τοίχο ο μισός κορμός και τα πόδια ενός φαντάρου, σε σχέδιο του Λαζόγκα.
Σαν να στρέφει ήρεμα τα μάτια της πάνω μου. Κάθομαι. Το βλέμμα της σιωπηλό χαϊδεύει αργά τα μαλλιά μου, κοντοστέκεται, μπορεί με απορία, στον αριστερό κρόταφο, στην πρώτη μου άσπρη τρίχα που την ονόμασα Δημήτρη. Τι τηλέφωνο έχεις; τη ρωτάω ψιθυριστά. Δεν αποκρίνεται.
Δυναμώνω τη φωνή μου, αναμιγνύοντας επιτακτικότητα και ικεσία. Τι τηλέφωνο έχεις; Καμιά απάντηση.

Σιωπά επίμονα εδώ και οκτώ χρόνια, αδιάφορη στις εκκλήσεις μου να μου προσφέρει τη γουργουριστή και φουσκωτή κοιλίτσα της να ακουμπάω για λίγο το κεφάλι μου, βαρύ από μάταιες σκέψεις σκοτεινές, κι εκείνη να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Τον τελευταίο καιρό πριν φύγει, αυτό γινόταν σχεδόν κάθε πρωί. Τότε κοιμόμουν άσκημα, έβλεπα εφιάλτες κι άνοιγα την πόρτα του δωματίου της με τον φόβο ότι κάτι συνέβη μέσα στη νύχτα κι εγώ δεν είχα πάρει είδηση από το δωμάτιό μου στο πάνω πάτωμα. Συνήθως με υποδεχόταν ανακαθισμένη στο κρεβάτι της, άλλοτε κιόλας ντυμένη, όμως κι έτσι δεν είχε κουράγιο ούτε διάθεση να στέκεται όρθια κι ήταν και πάλι ξαπλωμένη. Γιόρταζα το ότι η καινούρια μέρα είχε ξημερώσει και για τους δυό μας, αφουγκραζόμενος το γουργούρισμα της κοιλιάς της. Δεν ήταν πάντα πρόθυμη για χάδια, καμιά φορά χρειαζόταν να πιάσω εγώ το χέρι της και να το φέρω πάνω στο κεφάλι μου, κι αυτό με πλήγωνε, ήτανε σαν να είχε καταλυθεί κάθε σχέση ανάμεσά μας και νά 'μασταν πιά απλοί συγκάτοικοι.
΄Υστερα, με τον καιρό συνήθισα στη φυσική της απουσία, αν και στις πιο απίθανες στιγμές ανακαλύπτω πως με παρακολουθεί από κάποια γωνιά του γραφείου, του σαλονιού ή της κρεβατοκάμαρας, ακινητοποιημένη σε κάποια πόζα αναπαυτική, χωρίς πιά να με κρίνει με τις παρατηρήσεις της ή με την καυστική σιωπή της. Κι εγώ τη θυμάμαι και την ανακαλώ στα ξαφνικά, ενώ απλώνω τα ασπρόρουχα στο πίσω μπαλκόνι, ας πούμε, ή μερικές φορές την ώρα που κάνω μπάνιο κι είναι εύκολο τα δάκρυα να μπερδευτούν με το νερό που τρέχει στο πρόσωπό μου.
Δεν ξέρω γιατί το θυμήθηκα τώρα, αλλά ο πατέρας μου έλεγε "τα ποντίκια είναι μεγάλη γουρσουζιά στο σπίτι". Κι ένα βράδυ, που ξύπνησα για κατούρημα, παιδί, ψηλαφητά περπατώντας, χωρίς ν' ανάψω φως, σκόνταψα πάνω στη Μαρίκα που ήταν λιπόθυμη στο πάτωμα, τά 'χασα και δεν μπορούσα ούτε τον πατέρα μου να φωνάξω, έπειτα ξύπνησε κι αυτός και τη συνέφερε μ' ένα χαστούκι που εκείνη για χρόνια το θυμόταν και του το κοπανούσε, "βρήκες ευκαιρία να με χτυπήσεις και δεν την άφησες να πάει χαμένη". ΄Ηπιε ένα ποτήρι νερό, "να φύγει η λαχτάρα", και μας εξήγησε πως σηκώθηκε να μας ετοιμάσει το νυχτερινό γάλα και με το που μπήκε στη σκοτεινή κουζίνα κάτι σιχαμερό μπλέχτηκε στα πόδια της, κάτω από το μακρύ της νυχτικό, πήδηξε ή σκαρφάλωσε ψηλά ως τα γόνατά της και της έκοψε τη χολή. Τα ποντίκια κάποτε τα εξολοθρεύσαμε ή εξαφανίστηκαν από μόνα τους, αλλά η κακοδαιμονία είχε ήδη εγκατασταθεί στο σπιτικό μας.
Αφήνω τις αδελφές μου να καθαρίζουν το δωμάτιό της και να ταχτοποιούν όλα αυτά που κανείς αραδιάζει εδώ και κει μη ξέροντας ότι σύντομα θα τον τυλίξει το οριστικό σκοτάδι, και σχεδόν αφηρημένος μπαίνω, χωρίς λόγο στο σαλόνι. Μένω άφωνος. Κάτω από το μεγάλο φωτιστικό, το μπουζάτο, το αστραφτερό λευκό σώμα της, γυμνό, σε δυό ζευγάρια ξένα χέρια πάνω στον τετραθέσιο καναπέ. Πισωπατώντας βγαίνω στο χωλ, το πρόσωπο που τώρα βλέπω στον καθρέφτη δεν το ξέρω.
Ξοπίσω μου σχεδόν βγαίνει ο ένας τους από το σαλόνι και μου ζητάει σφουγγάρι βρεγμένο και μια πετσέτα. Απορημένος τον κοιτώ, κι εκείνος: "Λερώνεται πάνω του ο άνθρωπος την ώρα που φεύγει η ψυχή του". Κάθε φορά που γίνεται λόγος για το μοιραίο βράδυ του Ιουνίου και απορώ πως δεν ήμουνα μαζί της εκείνη την τελευταία ώρα, εγώ, που τόσο της στάθηκα, ακούω βάλσαμο την ίδια κι απαράλλαχτη φράση της μεγάλης αδελφής μου, "ήταν το πολύτιμο, το τελευταίο δώρο της, να μην τη δεις σπαράζοντας να φεύγει". Μια εικόνα με σουβλίζει εκείνη τη στιγμή, νύχτα προχωρημένη στο ΑΧΕΠΑ, η Μαρίκα θέλει να κατουρήσει, της λέω "θα σου φέρω την πάπια", "σιχαίνουμαι" μου γνέφει συστρέφοντας τα χείλη, σηκώνεται με τον ορό στο χέρι και τη συνοδεύω ως την τουαλέτα, στρέφω το βλέμμα αλλού, κάθεται στη λεκάνη με δυσκολία, όταν τελειώνει όμως αδυνατεί να σηκωθεί και να φτιάξει τα ρούχα της, τη βοηθάω να ανεβάσει την κυλότα, ένα χέρι ελεύθερο καθένας μας, δακρύζει σιωπηλή, λέω μέσα μου "για τα κορίτσια που ανέθρεψε και που νταντεύουν τώρα άντρες και
μικρά παιδιά"... Επιστρέφουμε στον θάλαμο με συνένοχη σιωπή, μετρώντας καθένας για λογαριασμό του τα εναλλάξ άσπρα και μαύρα πλακάκια στο πάτωμα.
Κλείνω τα μάτια και βλέπω στην ίδια θέση του σαλονιού, πριν από έναν χρόνο, το γδαρμένο πρόσωπο του πατέρα μου, που νεκρό, βιαστικά κι απρόσεχτα τον ξυρίσανε, μπορεί να 'τανε κι οι ίδιοι άνθρωποι, του πετσοκόψανε και το μουστάκι του απ' όλες τις μεριές, να τον κοιτάζεις και να μην τον αναγνωρίζεις. Με τα χείλη του κάπως ανοιγμένα και τη μασέλα να μην κλείνει εντελώς, σε ένα καθόλου μακάβριο πάντως, σχεδόν αγαθό χαμόγελο, όπως όταν ερχόταν, παλιά, το βράδυ στο σπίτι και συνομωτικά μου ψιθύριζε, "σήμερα, Γιωργάκο, ήρθε ένας να δει κάτι καθίσματα και μου είπε ένα καινούργιο παραμύθι. Θα στο πω πριν κοιμηθείς".
Αίφνης γίνεται Σάββατο απόγευμα κι αυτός ο κάποτε τρυφερός πατέρας έχει γίνει θηρίο πληγωμένο, σχεδόν με σέρνει στο σπίτι της Μαρίκας στην Καλλιθέα. Πρώτη φορά βλέπω πού μένει αφότου έφυγε, νύχτα, με ό,τι χώραγε μια μικρή βαλίτσα και με τα ρούχα που φορούσε. Ο πατέρας μου χτυπάει την πόρτα μια, δυό, τρεις φορές, αυτή δεν του ανοίγει, κάθομαι λίγο μακριά και, θαμπά, ακούω τη φωνή της πίσω από το αδιαφανές τζάμι της εξώπορτας, κάτι σαν "φύγε, φύγε", λυσσάει εκείνος, σπρώχνει την κλειδωμένη πόρτα και την κλωτσάει την ανυποχώρητη. Πάει στο διπλανό, σφαλιστό παράθυρο, το τραβάει απεγνωσμένα, κόσμος βγαίνει στα μπαλκόνια και στις εξώθυρες, περαστικοί κοντοστέκονται, εγώ ζαρώνω στο πεζούλι, σφίγγω τα μάτια μου να μην κλάψω, τους πόρους του σώματος φράζω να μην ιδρώσω, "έχεις τον γκόμενο μέσα", ουρλιάζει, "θα σας σφάξω και τους δύο πάνω στο γόνα μου, σαν αρνιά...", σέρνεται λαβωμένη η φωνή του και ξεσκίζει το σύμπαν
ώσπου γέρνω το μάγουλό μου στη ζεστή πλάκα του πεζοδρομίου και πιά δεν ακούω, δεν βλέπω τίποτε.
Λένε, ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές. ΄Εχουν φιλιώσει από καιρό, η Μαρίκα μένει πάλι μαζί μας αλλά δεν σμίγει μαζί του στο κρεβάτι, σε χωριστά, σε μονά ντιβάνια πλαγιάζουν κι ούτε πετάνε πιά λόγια ο ένας κατά του άλλου, πλην πολύ σπάνια. Εκείνος μικραίνει μέρα με τη μέρα από τις πολλές αρρώστιες κι από την επιθυμία του θανάτου* εκείνη λαχταράει να ζήσει και ταλαιπωρείται, και θρηνεί, γιατί ένα ζωύφιο έχει τρυπώσει μέσα στο μυαλό της και, το ξέρει κι η ίδια, της σιγοτρώει την πρόσφατη μνήμη. Τι μέρα είναι σήμερα; Πήρα τα χάπια μου μετά το φαγητό; Πού έχω βάλει τη ρόμπα μου; - τέτοια, σχεδόν φυσικά, ώστε να ξεχνάς πως είναι αρρώστια με όνομα ξενικό. Γιατί το ζωύφιο Αλτσχάιμερ αφήνει ανέγγιχτα όσα γίνανε παλιά κι η Μαρίκα αραδιάζει ιστορίες προπολεμικές με τους Βουλγάρους στην Ξάνθη, τραγούδια αντάρτικα θυμάται και δεν ξεχνά ποια ήταν η πρώτη ιστορία που έγραψα,
δεύτερη δημοτικού, κι η δασκάλα, η κυρία Λητώ, περήφανη την πήγαινε από τάξη σε τάξη και τη διάβαζε. ΄Ωσπου μια μέρα τηλεφωνεί στο γραφείο η μεγαλύτερη αδελφή μου, "η Μαρίκα κλαίει απαρηγόρητη γιατί δεν θυμάται τι της είπες να σου μαγειρέψει για το μεσημέρι και φοβάται μην τη μαλώσεις". Ευτυχώς δεν έχει αφήσει το τηλέφωνο ανοιχτό, κλαίγοντας ξεστομίζει το "εμπρός", της λέω πως μακαρόνια είπαμε να φτιάξει και το πακέτο είναι πάνω στην ηλεκτρική κουζίνα και δεν θα τη μαλώσω ό,τι και να κάνει. Μόνο να ησυχάσει, γιατί αν δεν πάψει να κλαίει, θα έρθω τώρα αμέσως στο σπίτι να τη γλυκάνω εγώ. Ραγισμένος ακούω την απάντησή της, "δεν κλαίω για το φαγητό, κλαίω για το πώς κατάντησα, καρδιά μου".

Μπαίνω στο σπίτι μου το απόγευμα. Αυτό είναι το "δικό" μου σπίτι, τα σώματά τους εδώ μέσα δεν ανάσαναν, οι φωνές τους δεν αντήχησαν στους τοίχους του, δεν σύρθηκαν στα πατώματά του τα πόδια τους κουρασμένα. Στο γραμματοκιβώτιο ελλοχεύει ένα γράμμα από τα κοιμητήρια Ευόσμου, "να επικοινωνήσετε μέσα σε 20 ημέρες με τα γραφεία μας, προκειμένου να συνεννοηθούμε για την εκταφή της Μαρίας Α. κτλ. κτλ." Το αφήνω πάνω στην παπουτσοθήκη, μαζί με τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού και του ΟΤΕ. ΄Ερχομαι στο γραφείο και βρίσκω το χοντρό ντοσιέ με τα οικογενειακά χαρτιά. Αρχίζω το ξεσκάλισμα, πρώτα πιο ήπια, μετά πιο βιαστικά, και επιτέλους, βρίσκω, μάνα, έναν λογαριασμό τηλεφώνου του σπιτιού σου στην Καλλιθέα, με τον πολυπόθητο αριθμό να λάμπει εξαψήφιος κάτω από τα δάχτυλά μου.

[πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «Εντευκτήριο», τεύχος 36, Φθινόπωρο 1996]

Δεν υπάρχουν σχόλια: