21.5.06

ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ



του Γιώργου Αδαμίδη

Είχαμε κρυφτεί, πάνω στο παιχνίδι, στις σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο του σπιτιού της θείας μου, προστατευμένοι από τα βλέμματα των άλλων παιδιών της παρέας. Εκείνος, περήφανος γόνος της πιο ευκατάστατης κι αξιοσέβαστης οικογένειας της γειτονιάς. Στο σόι τους μεγαλομπακάληδες, αξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής, εφοριακοί, δάσκαλοι. Κι εγώ ένας μικρός φτωχοδιάβολος, με τον θαυμασμό για έναν Αλέξη πλημμυρισμένο αλαζονεία να μου ανεβαίνει μέχρι τον λαιμό και να με πνίγει. Γύρω στα 6-7 το πολύ, κι οι δυό μας. Αίφνης, εκείνο το απόγευμα, καρφώνει τη μύτη του στον λαιμό μου και μετά φέρνει την ανάσα του καφτή πάνω στό αυτί μου, σάν τώρα το θυμάμαι: «Ωραία μυρίζεις, θα σε φάω καμιά μέρα». Τριάντα χρόνια αργότερα, και βάλε, βγαίνω από μια πάροδο στη Μοναστηρίου λίγο πριν χαράξει, χωμένος ώς τα μπούνια στη σύγχυση και την ταραχή, και καταφέρνω να συρθώ στο πίσω κάθισμα του πρώτου ταξί που περνάει. Στον ταξιτζή λέω μόνο «πάρε με από δω» ή κάτι τέτοιο, γίνομαι ένα με το μαύρο πλαστικό της ταπετσαρίας και μένω εκεί, αναποφάσιστος να ξεράσω να μην ξεράσω, μέχρις ότου μ’ ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο μου λέει «φτάσαμε». Πριν απορήσω πώς με έφερε στο σπίτι μου, χωρίς να του πω πού μένω, τον αναγνωρίζω από την ίδια καφτή του ανάσα όταν σκύβει πάνω μου να με βοηθήσει να βγω από το ταξί· δεν δέχεται τα χρήματά μου, μου σφίγγει δυνατά, με νόημα, το χέρι όπου κρατάω ακόμα το χιλιάρικο, και με νουθετεί, «μη χαλιέσαι, κανένας τους δεν το αξίζει...»

[από το βιβλίο Βολή εγγύς φιλίων τμημάτων, Εκδόσεις Εντευκτηρίου 1995]

ζωγραφική: Kenne Grogoire